Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

...ΑΠΟΣΤΡΑΚΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

…Τοκ..Τοκ..τοκ…

Τό  χτύπημα στην πόρτα  έκανε  τό ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ) νά χάσει  τήν ισοροπία του, η πόρτα αυτή είχε νά χτυπήσει  τουλάχιστον, ογδόντα χρόνια….πηγαίνοντας γιά νά ανοίξει  τά μικρά σκοτεινά πραγματάκια τού μυαλού του είχαν μια ακατάσχετη λογοδιάρροια, τού τύπου ποιος μπορεί νά είναι τέτοια ώρα ,μάλλον γιά κακό θά είναι, θά λέγαμε νά μην ανοίξεις  καί  άλλα τέτοια …

Ανοίγοντας τήν πόρτα έμεινε μέ τό στόμα ανοικτό…Στο  κατώφλι  στεκόταν  ένα  ανθρώπινο όν  γύρω στά δεκαπέντε μέ  μια στάμπα αίματος στο πουκάμισο του καί τόν κοίταζε μέ κάτι τεράστια περίεργα μάτια….Ή τελευταία φορά πού είχε δεί  άνθρωπο από τόσο κοντά καί έιχε μιλήσει μαζί του  ήταν γύρω στο 1930, κάποιον Αλβέρτο Αϊνστάϊν καί εκέινος όπως καί τό αγόρι ήταν ακάλεστος καί γεμάτος περιέργεια."...Καλώς τον πώς βρέθηκες εσύ εδώ??" η ερώτηση τού ΠΑΝ ( ΑΠ'ΟΛΑ) έσπασε τήν σιωπή πού είχε απλωθεί  ολόγυρα,μέχρι καί τά μικρά σκοτεινά πραγματάκια είχαν βγάλει τόν σκασμό…

"Πού είμαι κύριε??"  ρώτησε ό πιτσιρικάς, "Πού να σού εξηγώ τώρα" λέει τό ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ) "Πέρασε μέσα μην στέκεσαι έτσι " τό παιδάκι υπάκουσε στην προτροπή τού αγνώστου κυρίου καί μπήκε  στο τεράστιο δωμάτιο, πού ήταν φορτωμένο  από εκατομμύρια  βιβλία  καί τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα..Ένα περίεργο σχεδόν απόκοσμο φώς φώτιζε τόν χώρο καί έδινε μια αίσθηση ζεστασιάς στό μικρό αγόρι, πού ένοιωθε  πώς όλο αυτό τό είχε ξαναζήσει. "Κάθισε..θέλεις κάτι νά πιείς? Νομίζω ότι εμείς οι δύο έχουμε πολλά νά πούμε" είπε τό ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ) "Ένα καφέ θά ήθελα, εάν είναι εύκολο" είπε τό αγόρι  καί πρίν προλάβει νά ολοκληρώσει τήν φράση του μπροστά του ήταν ένα φλυτζάνι  καφέ σάν αυτόν πού άφησε πρίν από καμιά  τριανταριά μέρες κάτω στήν  γή.."Πώς ξέρατε τι καφέ θέλω??"  "..Πές πώς είμαι μάγος" είπε τό  ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ) "...Λοιπόν γιά πές μου, ποιος είσαι καί  πώς βρέθηκες εδώ?"

" Μέ λένε Αλέξη" είπε τό αγόρι "Τό μόνο πού θυμάμαι είναι ότι έπινα καφέ μέ κάποιους φίλους μου, κάποια στιγμή  ένοιωσα ένα δυνατό πόνο στο στήθος  έχασα τις αισθήσεις μου καί  ξύπνησα  εδώ στο δάσος , άρχισα νά περιπλανιέμαι  μέχρι πού είδα τό φώς από τό σπίτι σας καί χτύπησα, αλήθεια πού βρίσκομαι??"…..Τό  ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ)  ενώ  ακούει  τήν  ιστορία τού αγοριού, τήν οποία φυσικά καί ξέρει, προσπαθεί νά βρεί τρόπους γιά νά εξηγήσει στο αγόρι  πού βρίσκεται καί  μέ ποιόν μιλάει, αλλά δεν βρίσκει  τίποτα  πού νά μπορεί νά γίνει κατανοητό από τόν πιτσιρικά..Τότε τά μικρά σκοτεινά πραγματάκια,  μετά από μιά μίνι σύσκεψη, ανάβουν τήν λάμπα στο σκοτάδι τού μυαλού του.." γιατί  δεν τού δείχνεις αντί νά τού πείς?", "..Τηλεόραση βλέπεις? " ρωταέι τό ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ)  " Φυσικά" απαντάει  τό αγόρι "Τότε όσο εγώ θά κάνω κάτι δουλίτσες, εσύ δές μια ταινία πού θά βάλω καί τά λέμε μετά ναι?"…"Εντάξει, αλλά πού είναι η τηλεόραση?" έρχεται ,εύλογη, η ερώτηση.."Εεε εδώ ξέρεις έχουμε προχωρημένη τεχνολογία κοίτα όπου  θέλεις καί  θά τήν δείς". Πραγματικά τό αγόρι γυρίζει  εκεί πού είχε τήν τηλεόραση καί  στό  δωμάτιο του καί βλέπει μια πελώρια οθόνη νά ανοίγει καί  ή προβολή αρχίζει…. Στήν  αρχή υπάρχει σκοτάδι, η ταινία δεν έχει ήχο καί τίτλους,  καί μετά βλέπει τόν οικοδεσπότη  στό μπαλκόνι του νά φτιάχνει όλο τόν κόσμο πού ξέρει, πού έχει διαβάσει στά βιβλία, πού έχει δεί στις ταινίες,  ό μικρός μένει μέ τό στόμα ανοικτό, "..Δηλαδή???..." αρχίζει νά σκέφτεται φωναχτά "Υπάρχεις?? Είσαι  στά αλήθεια όοο.....??"  η ερώτηση του όμως μένει αναπάντητη γιατί ό κύριος δεν  βρίσκεται,  πιά,  στόν χώρο… ξαναγυρίζει στήν οθόνη  όπου η δράση ξετυλίγεται μέ ιλιγγιώδη ρυθμό, ό μικρός βλέπει όλη τήν ιστορία πού έχει μάθει στό σχολείο, βλέπει πράγματα πού ποτέ του δεν έμαθε, πού δεν ήξερε ότι υπάρχουν, πράγματα πού τόν αφορούν καί  γιά  τά οποία δεν ρωτήθηκε ποτέ, βλέπει τά πάντα!!  Πράγματα πού δεν χωράει ό νούς του…. Τό μυαλό του  παίρνει χιλιάδες στροφές  προσπαθεί νά επεξεργαστεί  νά κατανοήσει τί καί πώς αλλά μάταια τό μόνο πού καταφέρνει  είναι νά γεμίζει μέ χιλιάδες ερωτήσεις, θέλει νά μιλήσει , θέλει απαντήσεις  καί τις θέλει τώρα... Παύει νά κοιτάει τήν οθονη καί εκείνη, έτσι απλά, παύει νά υπάρχει . "Κύριε έρχεστε λίγο??"  Τό ΠΑΝ(ΑΠ ΌΛΑ)  κάθεται ήδη  απέναντι του, ξαφνιάζοντας τον. " Σέ ακούω λοιπόν Αλέξη……"

(...συνεχίζεται)