Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

...Μία πολύ σοβαρή πολιτική άνάλυση

  Κάποτε σέ μία μακρυνή χῶρα στίς ἀρχές τοῦ αίῶνα φτάνουν δύο μετανάστες, άγράμματοι, φτωχοί καί ἀδαεῖς περί τοῦ νέου κόσμου, ένῶ περιμένουν τόν ἔλεγχο ὅ ἕνας άνακαλύπτει ἕναν αύτόματο πωλητή άναψυκτικῶν. Πλησιάζει καί τό περιεργάζεται γιά ὤρα. Κάποια στιγμή βλέπει ἕναν κάτοικο τῆς χῶρας  ὅ όποῖος ἔρχεται ρίχνει ἕνα κέρμα στήν σχισμή καί ὧ τοῦ θαύματος τό μηχάνημα  βγάζει μιά λεμονάδα. Ὅ άδαῇς μετανάστης έκστασιάζεται. "...Τί μηχανήματα εἴναι αύτά άδελφέ μου, γιά κοίτα πόσο μπροστά εἴναι οἵ ἄνθρωποι..." σκέφτεται. 
  Ψάχνει τίς τσέπες του καί βγάζει ἕνα κέρμα, χωρίς νά τό πολυσκεφτῇ, τό ρίχνει στήν σχισμή καί πατάει ἕνα κουμπί, ἕνα μέ ὄμορφα χρώματα ποῦ τοῦ ἄρεσε άπό τήν άρχή. Τό μηχάνημα βγάζει μιά κόκα κόλα καί άρχίζει καί βγάζει καί τά ρέστα. Στόν ἤχο τῶν κερμάτων ὅ φτωχούλης τοῦ θεοῦ καταλαμβάνεται άπό μιά χαρά, μιάν άνείπωτη χαρά, ἄγρια, πρωτόγονη. Μή μπορῶντας νά συγκρατηθῇ άρχίζει νά ζητωκραυγάζῃ καί νά χοροπηδάῃ ἕνα γύρω. Ὅ ἔταιρος μετανάστης άκούει τίς ζητωκραυγές καί πάει κοντά " Τί ἔγινε βρέ φίλε? Γιατί κάνεις ἔτσι? ".  "Δέν βλέπεις? Κοίτα έδῶ..." λέει καί βγάζει νέο κέρμα καί τό ρίχνει στήν σχισμή τό μηχάνημα άμέσως βγάζει τό άναψυκτικό καί τά ρέστα. "Εἴδες? " ρωτάει θριαμβευτικά τόν φίλο του. Ξανάρίχνει νέο κέρμα καί άκολουθείται ἤ ἴδια διαδικασία "Εἴδες?" συνεχίζει μονότονα. Ὅ ἄλλος, παρά τό γεγονός ὄτι ξαφνιάστηκε, μένει ψύχραιμος καί τοῦ λέει "Έντάξει βρέ φίλε πᾶμε τώρα νά φύγουμε..." Καί ἥ άπάντηση τοῦ ἄλλου ἔρχεται άποστομωτική " Τί λές ρέ φίλε, μαλάκας εἴμαι, νά φύγω τώρα ποῦ κερδίζω???"...
  
............Κάποτε σέ μία μακρυνή ἤπειρο στίς άρχές τῆς δεκαετίας τοῦ όγδόντα φτάνει ἕνας λαός, άγράμματος, φτωχός καί άδαῆς περί τοῦ νέου κόσμου, ένῶ περιμένει τόν ἔλεγχο ὅ  ήγέτης του άνακαλύπτει ἕναν αύτόματο πωλητή. Πλησιάζει κάι τόν περιεργάζεται γιά ὤρα.
  Κάποια στιγμή βλέπει ἕναν κάτοικο ὅ όποῖος ἔρχεται καί χωρίς νά βάλει κέρμα λέει στό μηχάνημα   "Θέλω πέντε έκατομύρια χάντρες"  καί ὧ τοῦ θαύματος τό μηχάνημα βγάζει τίς χάντρες ποῦ ζήτησε ὅ κάτοικος. Ὅ άδαῆς ἡγέτης έκστασιάζεται. "...Τί μηχανήματα εἴναι αύτά άδελφέ μου, γιά κοίτα πόσο μπροστά εἴναι οἵ ἄνθρωποι..." Χωρίς νά τό σκεφτῇ καθόλου λέει στό μηχάνημα " Θέλω πενήντα έκατομύρια χάντρες". Τό μηχάνημα  έκτελεῖ τήν έντολή καί ὅ φτωχούλης ἡγέτης στήν θέα τῶν γυαλιστερῶν χαντρῶν καταλαμβάνεται άπό μιά χαρά, μιάν άνείπωτη χαρά, ἄγρια, πρωτόγονη. Μή μπορῶντας νά συγκρατηθῇ άρχίζει νά ζητωκραυγάζῃ καί νά χοροπηδάῃ ἕνα γύρω. Ὅ λαός άκούει τίς ζητωκραυγές καί πάει κοντά " Τί ἔγινε βρέ άρχηγέ? Γιατί κάνεις ἔτσι? ".  "Δέν βλέπετε? Κοίταξτε έδῶ..." λέει καί λέει στό μηχάνημα "Θέλω έκατό έκατομύρια χάντρες..." άμέσως τό μηχάνημα βγάζει τίς χάντρες. "Εἴδατε? " ρωτάει θριαμβευτικά τόν λαό του. Ξανάλέει "Θέλω διακόσια έκατομύρια" καί άκολουθείται ἤ ἴδια διαδικασία "Εἴδατε?" συνεχίζει μονότονα. Ὅ λαός ξαφνιάστηκε καί θαμπώθηκε. Καί ὅλοι μαζί ἄρχισαν νά δίνουν παραγγελίες στό μηχάνημα.       
  Κάποιοι οἵ οποῖοι, είρήσθω ἔν παρόδῳ άρκέστηκαν στήν άξιοπρέπεια τους, ψύχραιμα εἴπαν "Έντάξει βρέ παιδιά πᾶμε τώρα νά φύγουμε..." Καί ἥ άπάντηση τοῦ Ήγέτη καί τοῦ λαοῦ  ἔρχεται άποστομωτική " Τί λέτε ρέ Μαλάκες, τώρα θά φύγουμε?  τώρα ποῦ κερδίζουμε???"
  Όιαδήποτε όμοιότης μέ λαούς, πρόσωπα καί καταστάσεις όφείλεται μόνο καί μόνο στήν διεστραμμένη άντιληψη σου άναγνώστη μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου